Τα παραδοσιακά σπίτια της Γαλάτας έχουν χάρη και ομορφιά. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά είναι εκείνα με τα ξύλινα μπαλκόνια, σπίτια που είχαν «παρκόνι με παρμάτζια» κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, που οδηγεί προς Κακοπετριά. Μερικά έχουν αναπαλαιωθεί, ενώ σταδιακά αναμένεται και η αναπαλαίωση των υπολοίπων, αφού βρίσκονται υπό την προστασία του Τμήματος Αρχαιοτήτων
Η Γαλάτα είναι γνωστή και σαν το «χωριό των μπαλκονιών», εξ' αιτίας των πολλών κατοικιών με μπαλκόνια. Σχεδόν όλα τα παραδοσιακά σπίτια ήταν διώροφα. Το μπαλκόνι ήταν η ξύλινη προεξοχή προς τον κεντρικό δρόμο, περίπου 1.5μ. πλάτος και 2.5 ή 3μ. μήκος, συνέχεια του δεύτερου πατώματος. Η προεξοχή αυτή η οποία ήταν στεγασμένη υποβασταζόταν και από 3 εξωτερικούς δοκούς, για να είναι πιο στερεά, είχε γύρω-γύρω, σε ύψος 1μ. περίπου τα «παρμάζια». Αυτά ήταν τετράγωνα ή ορθογώνια ξύλινα τελάρα με διαγώνιες ραβδώσεις προσαρμοσμένες στερεά το ένα δίπλα στο άλλο. Τα παλαιότερα μπαλκόνια του χωριού, είναι εκείνα που βρίσκονται απέναντι από το εκκλησάκι του Άη-Γιώργη και είναι ενωμένα μέχρι το «χάνι του Μαραγκού». Οι ιδιοκτήτες ήταν: ο διδάσκαλος Λάμπρος Χ” Γαβριήλ, Χαμπής Μουρτζιής, Δημοσθένης Κυνηγόπουλος, Σωκράτης Γαλάτης ο οποίος διατηρούσε και καφενείο στο ισόγειο και «το χάνι του Μαραγκού» που έχει αναπαλαιωθεί και στο ισόγειό του, στεγάζεται το «Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γαλάτας». Είναι όλα κτίσματα του 1900.
Πολύ ωραία είναι και τα μπαλκόνια προς τα δυτικά, που μερικά είναι αναπαλαιωμένα. Είναι το περίφημο ξενοδοχείο του Φύσα-Νικόλα το πρώτο ξενοδοχείο της Σολιάς -, του Διογένη Γεωργίου, του Παπαλοϊζου και άλλα.
Τα καλοκαιριάτικα δειλινά, τα μπαλκόνια της Γαλάτας ήταν στις δόξες τους. Όλη η οικογένεια καθισμένη στους εξώστες απολάμβανε τη δροσιά του παρακείμενου ποταμού και έβλεπε και την κίνηση του κεντρικού δρόμου. Ο πατέρας ξεκουραζόταν από τον κάματο της ημέρας. Η μητέρα κεντούσε ή δούλευε τη βούφα, που τις περισσότερες φορές ήταν τοποθετημένη στο μπαλκόνι. Η γιαγιά έκλωθε με το αδράχτι, το βαμβάκι ή το μαλλί, ενώ τα παιδιά ξεφώνιζαν με τα γειτονόπουλά τους στα διπλανά μπαλκόνια … Ένας θαυμάσιος ζωγραφικός γαλατίτικος πίνακας πριν από μερικές δεκαετίες, τότε που η Γαλάτα αποτελούσε την «καρδιά της Σολιάς» και ήταν το κέντρο εμπορικών συναλλαγών, αγοραπωλησίας γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων, αλλά και τόπος συνάντησης ανθρώπων απ’ όλη τη Σολιά.
Το αγροτικό σπίτι ήταν συνήθως διώροφο. Κτιζόταν από τα θεμέλια μέχρι ένα μέτρο ύψος με πέτρες του ποταμού, ή του βουνού. Απ' εκεί ως την στέγη συμπληρωνόταν με πλιθάρια που τα έφτιαχναν οι ίδιοι οι γαλατίτες. Η στέγη ήταν η κεραμιδένια από γαλατίτικα χολετρωτά κεραμίδια, ή στέγη με «βολίτζια», καλάμια και χωματένια στέγη, τα «δώματα». Πάνω στην χωματένια στέγη, έστρωναν αργιλλώδες έδαφος τον «κώννον», που ήταν αδιαπέραστος από τις βροχές. Το πάτωμα ήταν από πλάκες «οπτοπλίνθους» ή από μάρμαρα. Τα «μαντάλια» και τα «ρομανίσια» ήταν απαραίτητα για το άνοιγμα ή το κλείσιμο και την ασφάλεια των πόρτων ή του κεντρικού «ξωπορτιού».
Στο ισόγειο ήταν ο σταύλος των ζώων – βοδιών, γαϊδουριών ή αλόγων και κατσικών. Παρέκει ο αχυρώνας, πιο πέρα η αποθήκη με τα μεγάλα ή μικρά πιθάρια και τις «κούμνες». Σ’ αυτά αποθήκευαν όλα τους τα γεννήματα σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, το κρασί, τη ζιβανία, ξύδι, λάδι, ελιές, ο «κουρελλός» με τα χαλλούμια και διάφορα άλλα. Στην αυλή ήταν ο φούρνος για το ψήσιμο των ψωμιών και κοντά σωροί από ξύλα, τόσο για το τζάκι το χειμώνα, όσο και για το φούρνο. Στην αυλή απαραίτητα ήταν το κοτέτσι- «ο γουμάς»- με τις όρνιθες, μικρό «στιάδι» για το χοίρο, που απαραίτητα «ανάγιωνε» κάθε οικογένεια. Το χοίρο τον έσφαζαν τα Χριστούγεννα και από μέρος του κρέατος παρασκεύαζαν τα «παστά», λουκάνικα, λούντζα, καρκαλαμιά, λαρδί και ζαλατίνα. Άλλα κρέατα τα τηγάνιζαν και τα έβαζαν στις «αλοιφτές» κούμνες με χοιρινό λίπος, ως το καλοκαίρι για το θέρος. Κάθε σπίτι είχε και τον φύλακά του, το σκύλο, όπως και ένα δύο γάτους.
Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν: στη μέση το μεγάλο δωμάτιο με την «τσιμινιά»- και όλα τα χρειώδη της κουζίνας-τα κουζινικά, η τραπεζαρία, τα καθίσματα- οι «τσαέρες» και η βούφα. Ο χώρος αυτός ήταν ο πιο πολυσύχναστος της οικογένειας.
Στα υπόλοιπα δωμάτια 1,2 ή και 3, ήταν οι κρεβατοκάμαρες με τα σεντούκια ή τα μπαούλα, μέσα στα οποία φυλάγονταν τα φορέματα της οικογένειας, τα σεντόνια και γενικά τα προικιά. Στα μπαλκόνια κάθονταν για ξεκούραση όπου και φιλοξενούσαν συγγενείς και φίλους.